- υπένερθε(ν)
- Αεπίρρ.1. από κάτω («ποδῶν ὑπένερθε», Ομ. Ιλ.)2. κάτω από την γη, στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη3. φρ. «οἱ ὑπένερθε» — αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τους ουράνιους (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔνερθεν «από κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.