υπένερθε(ν)

υπένερθε(ν)
Α
επίρρ.
1. από κάτω («ποδῶν ὑπένερθε», Ομ. Ιλ.)
2. κάτω από την γη, στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη
3. φρ. «οἱ ὑπένερθε» — αυτοί που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, σε αντιδιαστολή προς τους ουράνιους (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἔνερθεν «από κάτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπένερθε — underneath indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπένερθεν — ὑπένερθε underneath nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”